- κωλυσιδρόμης
- κωλῡσι-δρόμης, ου, ὁ,A one who obstructs the course, Luc.Trag.198.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωλυσιδρόμης — κωλησιδρόμης, ὁ (Α) αυτός που παρακωλύει την πορεία, που εμποδίζει τον δρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + δρόμης (< δρόμος), πρβλ. ημερο δρόμης, σταδιο δρόμης. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
κωλυσιδρόμα — κωλυσιδρόμᾱ , κωλυσιδρόμης one who obstructs the course masc nom/voc/acc dual κωλυσιδρόμης one who obstructs the course masc voc sg κωλυσιδρόμᾱ , κωλυσιδρόμης one who obstructs the course masc gen sg (doric aeolic) κωλυσιδρόμης one who… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)